- σφογγώδης
- -ῶδες, Αβλ. σπογγώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπογγώδης — ες / σπογγώδης, ῶδες, ΝΜΑ, και σφογγώδης Α [σπόγγος / σφόγγος] αυτός που μοιάζει με σπόγγο ως προς τη σύσταση, απορροφητικός σαν σπόγγος, σπογγοειδής, πορώδης νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγώδη οι σπόγγοι, το φύλο τών σπόγγων 2. φρ.… … Dictionary of Greek